- σερρανίδες
- (Ceranides). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών, που ζουν στις θερμές και τις εύκρατες θάλασσες. Το σώμα τους γενικά είναι κοντόχοντρο, συμπιεσμένο ελαφρά, με μέτριο ή μεγάλο κεφάλι και καλύπτεται συνήθως με κτενοειδή λέπια. Έχουν μεγάλο στόμα με πολυάριθμα ομοιόμορφα δόντια και ραχιαία αγκάθια συνήθως μεγάλα και ισχυρά. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει 70 περίπου γένη και πάνω από 400 είδη σαρκοφάγων ψαριών και συγγενεύει πολύ με τις περκίδες. Στις ελληνικές θάλασσες απαντούν τα γνωστά με τις ονομασίες είδη σφυρίδα, πίγκα και πέρδικα.
Οι Σερρανίδες είναι οικογένεια ψαριών που ζει και στις ελληνικές θάλασσες.
* * *οι, Νζωολ. οικογένεια τελεόστεων οστεοϊχθύων με αντιπροσωπευτικό γένος τον σερράνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serranidae < serrano (βλ. σερράνος)].
Dictionary of Greek. 2013.